δαμασίφρων

δαμασίφρων
δαμασίφρων (-ονος), -ον (Α)
αυτός που δαμάζει ή υποτάσσει την ψυχή («δαμασίφρων χρυσός»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) δαμασι-, από τον αόρ. εδάμασα τού ρ. δάμνημι* + -φρων < φρην. (Για τον σχηματισμό πρβλ. βροντησικέραυνος, βωτιάνειρα, τερψίμβροτος κ.ά.)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • δαμασίφρων — heart subduing masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαμασίφρονα — δαμασίφρων heart subduing neut nom/voc/acc pl δαμασίφρων heart subduing masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρην — η / φρήν, ενός, ΝΜΑ, και δωρ. τ. φράν Α (λόγιος τ.) 1. συν. στον πληθ. οι φρένες και αἱ φρένες ο νους, ο εγκέφαλος, η διάνοια, το μυαλό, το λογικό 2. φρ. «έξω φρενών» εκτός τού λογικού νεοελλ. φρ. α) «είμαι [ή γίνομαι] έξω φρενών» (για πρόσ.)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”