- δαμασίφρων
- δαμασίφρων (-ονος), -ον (Α)αυτός που δαμάζει ή υποτάσσει την ψυχή («δαμασίφρων χρυσός»).[ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) δαμασι-, από τον αόρ. εδάμασα τού ρ. δάμνημι* + -φρων < φρην. (Για τον σχηματισμό πρβλ. βροντησικέραυνος, βωτιάνειρα, τερψίμβροτος κ.ά.)].
Dictionary of Greek. 2013.